Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 2024
Αριθμ. Πρωτ. : 1834
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ Η ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 1539/2024 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Β2’ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΟΥ 1981
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Μετά από ένα και πλέον έτος δημοσιεύθηκε η υπ΄αριθμ.1539/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως του Συλλόγου μας και των μελών του Δ.Σ αυτού σχετικά με τις αξιώσεις μας που απορρέουν από τη σύμβαση του 1981.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Χώρας μας, παρά το γεγονός ότι δημοσίευσε μια απόφαση 82 σελίδων , τις 48 εξ αυτών τις ανάλωσε σε μια απλή αντιγραφή – επανάληψη των κρίσεων της εφετειακής απόφασης, ενώ στις λοιπές απέρριψε τους λόγους αναίρεσης μας αποφεύγοντας, μάλιστα, να αποφανθεί αιτιολογημένα και με σαφήνεια για τους περισσότερους από αυτούς.
Για την απόρριψη των λόγων αναίρεσης ο Άρειος Πάγος έκρινε μεταξύ άλλων ότι :
- Η κατάργηση της υποχρέωσης της Τράπεζας να καλύπτει κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 10 του ν.3620/2007 στο διηνεκές την απρόσκοπτη λειτουργία των παροχών του Ταμείου επέφερε ταυτόχρονα και την κατάργηση της υποχρέωσής της που είχε αναλάβει με τη σύμβαση έναντι των ασφαλισμένων του Ταμείου
- Τα άρθρα 10 του ν.3371/2005 και 62 του ν.3371/2005 αφορούν και τη σύμβαση του 1981 επειδή αναφέρονται ρητά στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του Ταμείου και ρυθμίζουν κοινωνικοασφαλιστικά ζητήματα τα οποία είχαν αποτελέσει αντικείμενο της σύμβασης του 1981.
- Ο νομοθέτης μπορεί να περιορίσει τη συμβατική ελευθερία και να αλλοιώσει ή να καταργήσει και συμβατικές ενοχές που ρυθμίζουν ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης , όταν με το νομοθετικό μέτρο εξασφαλίζονται τα δικαιώματα των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων
- Η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη (ν.3620/2007) στη σύμβαση και η κατάργηση της αξίωσης των ασφαλισμένων του ΤΑΠΤΠ ως τρίτων έναντι της Τράπεζας αποτελούσε πρόσφορο , αναγκαίο και εν στενή έννοια αναλογικό μέτρο για να προστατευθεί σοβαρό δημόσιο και ειδικότερα κοινωνικό συμφέρον
- Η Τράπεζα κατέβαλε στο ΕΤΑΤ ποσό 672.280.670 ευρώ για να εξασφαλισθεί ότι ο νέος δημόσιος φορέας (ΕΤΑΤ) θα ήταν σε θέση να καταβάλλει στο μέλλον στους ασφαλισμένους του Ταμείου τις μηνιαίες επικουρικές συντάξεις που προβλέπονταν στον Κανονισμό Παροχών του Ταμείου
- Η γενική υποχρέωση πρόνοιας που επιβάλλει στον εργοδότη τη μετεργασιακή προστασία του εργαζόμενου υπόκειται σε περιορισμούς .
Για τις κρίσεις του αυτές ο Άρειος Πάγος στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στα νομολογιακά πορίσματα των υπ΄αριθμ. 9/2012 και 1005/2023 αποφάσεων του , αποφάσεις όμως που αφορούσαν άλλο Ταμείο Τραπεζών (ΤΕΑΠΕΤΕ) για το οποίο δεν συνέτρεχαν οι ίδιες προϋποθέσεις και τα πραγματικά περιστατικά με την σύμβαση του 1981.
Αντίθετα , όπως υποστηρίξαμε σε όλα τα δικόγραφα και στις προτάσεις μας ενώπιον του Αρείου Πάγου η κρίσιμη σύμβαση του 1981 είναι μοναδική στο χώρο των τραπεζών καθώς:
– προβλέπει ρητά δικαίωμα του κάθε μέλους του ταμείου
– προβλέπει ειδικές υποχρεώσεις της Τράπεζας προς τα μέλη ανεξάρτητα από την ύπαρξη του Ταμείου (κατά τούτο δεν είναι σύμβαση ελευθέρωσης χρέους, ούτε εγγύησης όπως εσφαλμένα διαλαμβάνει ο Άρειος Πάγος)
– σε καμία άλλη σύμβαση δεν μεταβιβάστηκε στην Τράπεζα η περιουσία του ταμείου
– σε καμία άλλη σύμβαση δεν προβλέφθηκε ρητά η δυνατότητα καταβολής του υπεσχημένου ποσού απευθείας τους δικαιούχους δηλαδή τους ασφαλισμένους – πρώην εργαζόμενους (βλ. όρος V2 και IX).
Οι κρίσιμες και δομικές διαφορές της σύμβασης του 1981 με τις συμβάσεις άλλων Τραπεζών περιγράφονται σε όλες τις προσκομισθείσες γνωμοδοτήσεις των καθηγητών Πανεπιστημίου (Α. Στεργίου, Δ. Ζερδελή, Φ. Δωρή και Φ. Σπυρόπουλο) αλλά και στις ένορκες βεβαιώσεις που επικαλεστήκαμε στα δικαστήρια της ουσίας.
Επομένως, οι θέσεις της απόφασης ΟλΑΠ 9/2012 αλλά και της μεταγενέστερης 1005/2023 δεν ισχύουν στην ένδικη περίπτωση .
Δέον όπως επισημανθεί ότι πουθενά στο σκεπτικό της η απόφαση δεν έλαβε υπόψη την υπ΄αριθμ. 89/2011 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ η οποία έχει κρίνει ότι το ποσό των 672.280.670 ευρώαποτελεί εργοδοτική εισφορά της τράπεζας προς το ΕΤΑΤ.
Από την απόφαση αυτήν προκύπτει άνευ ετέρου ότι το ανωτέρω ποσό που κατέβαλε η Τράπεζα αφορούσε τις υποχρεώσεις της ΜΟΝΟ προς το ΕΤΑΤ και όχι τις λοιπές υποχρεώσεις της προς τους ασφαλισμένους .
Συνάδελφοι ,
Ο Άρειος Πάγος παρείδε ότι το αντικείμενο της ένδικης υπόθεσης δεν αφορά δικαιώματα κοινωνικοασφαλιστικά, αλλά ενοχικά. Η σύναψη συμφωνιών για την χορήγηση παροχών στους εργαζόμενους αποτελεί κατ’ εξοχήν πεδίο που ενδιαφέρει τα μέρη και παραδοσιακό εργαλείο της πολιτικής προσωπικού των μεγάλων εταιριών και των Τραπεζών. Το δικαίωμα μας έχει μισθολογικό χαρακτήρα, αφού δίνεται αμέσως ως αντάλλαγμα της προσφερθείσας από τον εργαζόμενο εργασίας, με αφορμή τη σχέση εργασίας.
Η σύνδεση με τις παροχές επικουρικής σύνταξης του ταμείου αφορά αποκλειστικά και μόνον στον υπολογισμό των αξιώσεών μας.
Ούτε εξάλλου η υποχρέωση της Τράπεζας προς τους ασφαλισμένους – πρώην εργαζόμενους της για καταβολή της τυχόν διαφοράς μεταξύ των παροχών του ΕΤΑΤ και του Κανονισμού του ΤΑΠΤΠ δεν προσδίδει στην Τράπεζα την ιδιότητα του ασφαλιστικού φορέα του ασφαλιστή, όπως εσφαλμένα και αναιτιολόγητα διαλαμβάνει και η απόφαση του Αρείου Πάγου.
Δεν πρόκειται για υποχρέωση συνταξιοδοτικής φύσεως, ούτε για έκφραση άσκησης κοινωνικής πολιτικής, αφού οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης καλύπτονται σύμφωνα με το νόμο από το ΕΤΑΤ.
Πρόκειται για συμβατική υποχρέωση της Τράπεζας μετεργασιακής μέριμνας, η οποία απλά προσδιορίζεται ποσοτικά με βάση τις παροχές του ΕΤΑΤ και τις παροχές του Κανονισμού του ΤΑΠΤΠ.
Οι αξιώσεις μας είναι επιπρόσθετες των βασικών συνταξιοδοτικής φύσης αξιώσεών μας και συμπληρωματικές προς αυτές, αποτελούσαν αντάλλαγμα της εργασίας μας, η Τράπεζα έλαβε γι’ αυτές σημαντικό οικονομικό αντάλλαγμα (την περιουσία του Ταμείου) και βάσει ειδικής πρόβλεψης με την ένταξή μας σε δημόσιο ασφαλιστικό φορέα επικουρικής σύνταξης και την κατάργηση της συνταξιοδοτικής λειτουργίας του Ταμείου, οι υποχρεώσεις της τράπεζας ενεργοποιούνται και σε καμία περίπτωση δεν καταλύονται ή αποσβένονται.
Συνάδελφοι,
Στη δίκη στον Άρειο Πάγο, προβάλλαμε και θεμελιώσαμε το δίκαιο του αιτήματός μας ότι σκοπός της σύμβασης του 1981 δεν ήταν να καλύψει τους ασφαλισμένους του ΤΑΠΤΠ από συγκεκριμένους κινδύνους (εν προκειμένω κοινωνικοασφαλιστικούς), αλλά αντίθετα να διασφαλίσει ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες οι εργαζόμενοι της Τράπεζας θα λάμβαναν πάντοτε τα συγκεκριμένα ποσά που προκύπτουν με μαθηματικούς υπολογισμούς από την εφαρμογή του Κανονισμού Παροχών του ΤΑΠΤΠ.
Ο Άρειος Πάγος με την απόφασή του έκρινε ότι ο νομοθέτης επενέβη νόμιμα στη Σύμβαση του 1981 και κατήργησε την αυτοτελή ενοχική υποχρέωση της Τράπεζας έναντι των ασφαλισμένων – δικαιούχων του Ταμείου, διότι η επέμβαση αυτή αποτελούσε «πρόσφορο, αναγκαίο και εν στενή έννοια αναλογικό μέτρο» για να προστατευθεί το σοβαρό δημόσιο και ειδικότερα κοινωνικό συμφέρον.
Ποιο ήταν αυτό το σοβαρό δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί την κατάργηση των αυτοτελών ενοχικών δικαιωμάτων μας από την αμφοτεροβαρή Σύμβαση του 1981 και πως τα δικαιώματα μας εξασφαλίστηκαν όταν τρία έτη μετά οι παροχές μας μειώθηκαν άνω του 50%;
Για άλλη μια φορά τα δικαστήρια της χώρας μας, όλων των βαθμών, θεώρησαν σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος την ανάγκη να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος μείωσης της λογιστικής επάρκειας των κεφαλαίων της Τράπεζας από την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και την απαίτηση να αποκατασταθεί η εύρυθμη λειτουργία και ο υγιής ανταγωνισμός των τραπεζών.
Οι κρίσεις της απόφασης του Αρείου Πάγου μελετώνται από τους νομικούς μας συμβούλους και από τους κορυφαίους Καθηγητές της Νομικής Επιστήμης, οι οποίοι έχουν γνώση της υπόθεσής μας και έχουν γνωμοδοτήσει σχετικά με την νομική ορθότητα των επιχειρημάτων μας.
Εντός του επόμενου μήνα, μετά από την ενδελεχή μελέτη της απόφασης, θα σας ενημερώσουμε για τη δυνατότητα περαιτέρω ενεργειών συμπεριλαμβανομένης και της προσφυγής μας στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια.
Με συναδελφικούς χαιρετισμούς
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ε. ΜΩΡΑΪΤΗ Ε. ΜΙΧΕΛΗΣ