Αρ. Πρωτ. 1223
Αθήνα, 6 Ιουνίου 2019
ΣΥΜΒΑΣΗ 1981 – ΕΦΕΣΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΣΕ ΕΓΚΥΡΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ
& ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Όπως σας ενημερώσαμε με την 1200/2.4.2019 ανακοίνωση του Συλλόγου μας στις 2.4.2019 συζητήθηκε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών η Έφεση του Συλλόγου μας κατά της υπ΄ αριθμ. 134/2017 απόφασης του Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την αγωγή μας για τις αξιώσεις μας που πηγάζουν στη Σύμβαση του 1981.
Για την υποστήριξη των ισχυρισμών μας ενώπιον του Εφετείου εκτός από τις ένορκες βεβαιώσεις , τα σημαντικά έγγραφα και οικονομικά στοιχεία προσκομίσαμε στο Εφετείο και πρόσφατη νομική αρθρογραφία σε έγκυρα περιοδικά του Εργατικού και Κοινωνικοασφαλιστικού Δικαίου.
Ειδικότερα σας ενημερώνουμε ότι η Γνωμοδότηση του καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ Άγγελου Στεργίου με τίτλο «Ανάληψη από τον εργοδότη της υποχρέωσης προς κάλυψη εις το διηνεκές της διαφοράς μεταξύ των παροχών του ΕΤΑΤ και των παροχών του Καταστατικού του ΤΑΠΤΠ», δημοσιεύθηκε στο τεύχος 624/Απρίλιος 2019 σελ. 289 επ. του νομικού περιοδικού “ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΚΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ και ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ” ενώ το σχόλιο της Όλγας Αγγελοπούλου, Δ.Ν Μεσολαβήτριας του ΟΜΕΔ 2019, με τίτλο «Όρια επίδρασης της Νομοθεσίας για την επικουρική ασφάλιση των τραπεζοϋπάλληλων στη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών για συμπληρωματικές παροχές» δημοσιεύθηκε στην “Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου“, τόμος 78/2019, τεύχος 2, σελ. 171 επ.
Οι εσφαλμένες κρίσεις της απόφασης του Πρωτοδικείου εντοπίζονται και σχολιάζονται ενδελεχώς στην γνωμοδότηση του καθηγητή Άγγελου Στεργίου και αναλύονται στα κάτωθι κεφάλαια της γνωμοδότησης :
Ι. Ανάληψη από την Τράπεζα της υποχρέωσης διασφάλισης του επιπέδου παροχών που προβλέπονταν από τον Κανονισμό Συντάξεων και Παροχών του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Προσωπικού (σελ. 290 -296).
ΙΙ. Η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του Ταμείου Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως στο ΕΤΑΤ δεν επέφερε κατάργηση ή αλλοίωση των υποχρεώσεων της Τράπεζας από τη Σύμβαση του 1981 (σελ. 296-303).
III. Η αποδέσμευση της Τράπεζας, λόγω υπαγωγής των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων στο ΕΤΑΤ, θα ήταν αντίθετη στο άρθρο 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ. (σελ. 303-306).
ΙV. Η υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΤΑΠΤΠ στο ΕΤΑΤ και οι μετέπειτα νομοθετικές περικοπές των επικουρικών συντάξεων δεν ήραν αλλά, αντίθετα, ενεργοποίησαν τη συμβατική υποχρέωση της Τράπεζας για κάλυψη της διαφοράς. (σελ. 306-307).
V. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας της Σύμβασης δεν μπορούν να θίξουν γεγενημένες ήδη αξιώσεις (σελ.307-309).
Προς ανάδειξη των κρίσιμων νομικών ζητημάτων της υπόθεσης, σας παραθέτουμε τα σημαντικότερα σημεία της ως άνω γνωμοδότησης και του ως άνω νομικού σχολίου.
Ειδικότερα, ενδελεχώς αναπτύσσονται στη γνωμοδότηση του Καθηγητή Άγγελου Στεργίου τα κάτωθι :
«Με τη Σύμβαση του 1981 έχει καταρτιστεί γνήσια υπέρ τρίτου σύμβαση κατ’ άρθρον 411 ΑΚ. Η σύμβαση υπέρ τρίτου δεν αποτελεί αυτοτελές είδος σύμβασης, αλλά μορφή με την οποία μπορεί να καταρτιστεί οποιαδήποτε ενοχική σύμβαση. Τα στοιχεία της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου συνδυάζονται με μια αμφοτεροβαρή σύμβαση μεταξύ της Τράπεζας, του Ταμείου και του Συλλόγου με την οποία η Τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να καλύπτει κάθε οικονομική διαφορά που θα είναι αναγκαία για την απρόσκοπτη εκπλήρωση του Κανονισμού των παροχών ΤΑΠΤΠ.»
«Το δικαίωμα του τρίτου, εν προκειμένω των συνταξιούχων του Ταμείου, είναι άμεσο και αυτοτελές έναντι της υποσχεθείσας Τράπεζας. Γεννιέται απευθείας στο πρόσωπό του συνταξιούχου του Ταμείου από τη στιγμή που δημιουργηθεί διαφορά μεταξύ του ποσού που χορηγεί το ΕΤΑΤ –το ενιαίο Ταμείο όπου εντάχθηκαν οι ασφαλισμένοι και οι συνταξιούχοι του ΤΑΠΤΠ από το 2007 – και της μηνιαίας σύνταξης που προσδιορίστηκε με βάση τον Κανονισμό παροχών, δηλαδή από τη στιγμή που θα πληρωθεί η αναβλητική αίρεση της ύπαρξης σχετικής διαφοράς. Όταν το δικαίωμα γεννηθεί, αποτελεί πλέον μέρος της προστατευόμενης περιουσίας των συνταξιούχων και δεν μπορεί να προσβληθεί από κανένα, ούτε από την Τράπεζα.
Πρόσθετα, το δικαίωμα για κάλυψη της διαφοράς από την Τράπεζα, που απέκτησε κάθε εργαζόμενος από τη Σύμβαση, καθώς και η αντίστοιχη υποχρέωση της Τράπεζας αποτέλεσαν και μέρος της ατομικής σύμβασης κάθε εργαζομένου, δεδομένου μάλιστα η ατομική σύμβαση αποτέλεσε και την αιτία για την ανάληψη της δέσμευσης αυτής. Η σχετική αξίωση έχει μισθολογικό χαρακτήρα, αφού δίνεται αμέσως ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης από το μισθωτό εργασίας, με αφορμή τη σχέση εργασίας. Ο μισθολογικός χαρακτήρας καθιστά ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε μονομερή ανατροπή της προσδοκίας ή του δικαιώματος από τον εργοδότη……………………………………………..”
Ακόμη στη γνωμοδότηση αναφέρεται ότι :
“Τα ποσά που ανέλαβε να καταβάλει η Τράπεζα, δεν εξάντλησαν τις συμβατικές υποχρεώσεις της απέναντι στους εργαζομένους. Ειδικότερα, τα ποσά που κατέβαλε και θα καταβάλλει στο μέλλον, αφορούσαν μόνο τις υποχρεώσεις της απέναντι στο ΕΤΑΤ. Με το ποσό των 543.000.000 δραχμών για την κάλυψη των οικονομικών επιβαρύνσεων του ΕΤΑΤ από τη μεταφορά σε αυτό του προσωπικού της Τράπεζας, αποζημιώνεται το Δημόσιο, προκειμένου να μη θεωρηθεί η ένταξη των εργαζομένων και συνταξιούχων στο εν λόγω Ταμείο ως κρατική ενίσχυση. ……………………….”
Κρίσιμη εξάλλου ανάλυση των νομικών ζητημάτων που τίθενται στην ένδικη υπόθεση περιέχεται και στο σχόλιο της δικηγόρου και ΔΝ, Όλγας Αγγελοπούλου επί της αποφάσεως ΜΠρΑθ 873/2018, η οποία έκρινε παρόμοια σε αγωγή άλλων συναδέλφων μας, με το ίδιο αίτημα, βασιζόμενη επίσης στην κρίσιμη Σύμβαση της 28-7-1981.
Ενδεικτικά σας παραθέτουμε το κάτωθι πολύ σημαντικό απόσπασμα όπως αναπτύσσεται στο σχόλιο της δικηγόρου και Δ.Ν. Όλγας Αγγελοπούλου :
“Η απόσβεση των συμβατικών υποχρεώσεων της Τράπεζας, και μάλιστα ως σύνολο, δεν προβλέπεται ούτε στον ν. 3371/2005 ούτε στον ν. 3620/2007. Κατά συνέπεια, οι συμβατικές υποχρεώσεις της Τράπεζας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κατηργημένες χωρίς να παραβιάζεται το Σύνταγμα, και δη η αρχή της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ.) σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 1 Σ., καθόσον συμβατικά δικαιώματα δεν μπορούν να καταργούνται χωρίς ρητή και σαφή νομοθετική διάταξη. Η δε αξίωση των εργαζομένων για σύνταξη δημοσίου δικαίου δεν δύναται να θεωρηθεί ως αντιστάθμισμα για την κατάργηση των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από τη σύμβασή τους με την εργοδότρια Τράπεζα, διότι προσβολή του πυρήνα του δικαιώματος συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαίωμα καταργείται στην αντικειμενική του διάσταση και η λειτουργία του αναστέλλεται στον κοινωνικό και πολιτικό βίο της χώρας, αλλά και όταν συντρέχει κατάργηση ορισμένης αξίωσης καθενός συγκεκριμένου φορέα του δικαιώματος».
Καταδεικνύεται επομένως και από την ανωτέρω γνωμοδότηση καθώς και από το νομικό σχόλιο το δομικό σφάλμα της πρωτόδικης απόφασης, η οποία παραγνώρισε την ιδιαιτερότητα της κρίσιμης Σύμβασης της 28-7-1981, με την οποία θεμελιώθηκαν ενοχικές αξιώσεις υπέρ ημών, ως τρίτων. Οι αξιώσεις μας αυτές, ήταν επιπρόσθετες των βασικών συνταξιοδοτικής φύσης αξιώσεών μας και συμπληρωματικές προς αυτές, αποτελούσαν αντάλλαγμα της εργασίας μας, η Τράπεζα έλαβε γι’ αυτές σημαντικό οικονομικό αντάλλαγμα (την περιουσία του Ταμείου) και βάσει ειδικής πρόβλεψης γεννούνται και ενεργοποιούνται – και σε καμία περίπτωση δεν καταλύονται ή αποσβένυνται – με την ένταξή μας σε δημόσιο ασφαλιστικό φορέα επικουρικής σύνταξης και την κατάργηση της συνταξιοδοτικής λειτουργίας του Ταμείου. Σκοπός της σύμβασης του 1981 δεν ήταν να καλύψει του ασφαλισμένους του ΤΑΠΤΠ από συγκεκριμένους κινδύνους, αλλά αντίθετα να διασφαλίσει ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες οι ασφαλισμένοι του ΤΑΠΤΠ και εργαζόμενοι της Τράπεζας θα λάμβαναν πάντοτε τα συγκεκριμένα ποσά που προκύπτουν με μαθηματικούς υπολογισμούς από την εφαρμογή του Κανονισμού Παροχών του ΤΑΠΤΠ.
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Πιστεύουμε ότι το Εφετείο με την απόφασή του θα εξετάσει τους ισχυρισμούς μας και θα λάβει υπόψη όλα τα ανωτέρω έγγραφα , ένορκες βεβαιώσεις και γνωμοδοτήσεις και θα μας δικαιώσει, κρίνοντας ότι η σύμβαση του 1981 δεσμεύει την Τράπεζα.
Με συναδελφικούς χαιρετισμούς,
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΑΝ. ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ε. ΜΩΡΑΪΤΗ Β. ΝΙΚΟΛΑΟΥ