Αρ. Πρωτ. 1200
Αθήνα, 2 Απριλίου 2019
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
ΕΚΔΙΚΑΣΤΗΚΕ Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΥΠ’ ΑΡ. 134/2017 ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΟΥ 1981
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Σήμερα εκδικάστηκε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών η έφεση του Συλλόγου μας κατά της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για τις αξιώσεις που πηγάζουν από τη σύμβαση του 1981 η οποία απέρριψε με εσφαλμένο σκεπτικό την αγωγή μας, κρίνοντας ότι οι αξιώσεις μας κατά της Τράπεζας από τη σύμβαση του 1981 καταργήθηκαν με το ν. 3620/2007 και την ένταξή μας στο ΕΤΑΤ. Η πρωτόδικη απόφαση κρίνοντας με ιδιαίτερη σπουδή αλλά και προφανή μονομέρεια τα νομικά ζητήματα της υπόθεσης θεώρησε ότι οι υποχρεώσεις που ανέλαβε η Τράπεζα με τη σύμβαση του 1981 είναι υποχρεώσεις συνταξιοδοτικής φύσης και ως εκ τούτου νόμιμα αλλοιώθηκαν και εν τέλει καταργήθηκαν με την ένταξή μας στο ΕΤΑΤ.
Στο Εφετείο με εμπεριστατωμένες γνωμοδοτήσεις και νομική αρθογραφία, επισημάναμε τη νομική φύση της σύμβασης του 1981 ως γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, που προέβλεψε αυτοτελείς ενοχικές αξιώσεις υπέρ των εργαζομένων της Τράπεζας ακόμα και για την περίπτωση που το Ταμείο διαλυόταν ή εντασσόταν – όπως και έγινε – σε δημόσιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
Επίσης, προσκομίζοντας σειρά ενόρκων βεβαιώσεων και οικονομικών στοιχείων, τονίσαμε εμφατικά ότι η ΣΥΜΒΑΣΗ 1981 είχε την ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ να λάβει αντάλλαγμα η Τράπεζα για τις υποχρεώσεις που ανέλαβε, δηλαδή τη μεταβίβαση όλης της περιουσίας του Ταμείου. Όπως ρητά αναγράφεται στη σύμβαση η Τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να καλύπτει στο διηνεκές την απρόσκοπτη λειτουργία του Κανονισμού Παροχών σε όφελος των εργαζομένων σ’ αυτή αλλά και σε όφελός της. Η σύμβαση του 1981 δεν ήταν μια χαριστική σύμβαση αλλά μια σύμβαση με αντάλλαγμα. Το γεγονός αυτό νομιμοποιεί απόλυτα τον ισχυρισμό μας ότι οι αξιώσεις μας έναντι της Τράπεζας είναι συμβατικές και δεν μπορούν να αποσβεσθούν.
Ακόμη με αυστηρή θεμελίωση και πλήρη αιτιολόγηση αποδείξαμε ότι ο κοινωνικοασφαλιστικοί νόμοι δεν θα μπορούσαν να καταργήσουν τις συμβατικές υποχρεώσεις που ανέλαβε η Τράπεζα, λαμβάνοντας μάλιστα εκ των προτέρων σημαντικό οικονομικό αντάλλαγμα γι’ αυτές.
Μάλιστα επίσης για να καταδειχθεί το σφάλμα της Πρωτόδικης απόφασης που έκρινε ότι : “οι ασφαλιστικές παροχές συνταξιοδοτικής φύσης του Ταμείου δεν έχουν πλέον αμιγώς δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, ούτε μπορούν να χαρακτηριστούν ως πρόσθετες παροχές του εργοδότη που αποτελούν αμοιβή ή αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας ή αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών του εργοδότη. Αντίθετα αποτελούν πλέον ασφαλιστικές παροχές συνταξιοδοτικής φύσης ρυθμιζόμενες από το νόμο, που εντάσσονται στην επικουρική κοινωνική ασφάλιση” έγινε ενώπιον του Εφετείου εκτενής αναφορά στις γνωμοδοτήσεις όπου μεταξύ άλλων ενδελεχώς αναπτύσσεται ότι:
«Οι ρόλοι του Ταμείου και της Τράπεζας, ως προς τη συμπληρωματική – επικουρική ασφάλιση του προσωπικού της, ήταν και παραμένουν διακριτοί. Πράγματι, οι ρόλοι του επιχειρηματία και του φορέα κοινωνικής ασφάλισης δεν συγχέονται στην Τράπεζα. Η τελευταία παρεμβαίνει μόνο ενισχυτικά της προστασίας που προβλέπεται από τον Κανονισμό παροχών του Ταμείου (ΤΑΠΤΠ). Η μετεργασιακή αυτή μέριμνα της Τράπεζας αποτέλεσε το αντικείμενο ενοχικής Σύμβασης του 1981 με τον Σύλλογο προσωπικού και το οικείο Ταμείο. Το δικαίωμα για κάλυψη της διαφοράς από την Τράπεζα, που απέκτησε κάθε εργαζόμενος από τη Σύμβαση, καθώς και η αντίστοιχη υποχρέωση της Τράπεζας αποτέλεσαν και μέρος της ατομικής σύμβασης κάθε εργαζομένου, δεδομένου ότι η ατομική σύμβαση αποτέλεσε και την αιτία για την ανάληψη της δέσμευσης αυτής. Ο μισθολογικός χαρακτήρας καθιστά ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε μονομερή ανατροπή της προσδοκίας ή του δικαιώματος από τον εργοδότη.
Ακόμη υποστηρίξαμε ότι η κατάργηση ενοχικών αξιώσεων, όπως αυτές που προέβλεψε η σύμβαση του 1981 υπέρ των εργαζομένων, απαιτεί ειδική και ρητή νομοθετική πρόβλεψη, που σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε στον νόμο για την ένταξή μας στο ΕΤΑΤ.
Ούτε άλλωστε το ποσό των 672.806.700 € που κλήθηκε να καταβάλει η Τράπεζα στο ΕΤΑΤ συνιστά εκπλήρωση των υποχρεώσεών της έναντι των εργαζομένων της, αφού πρόκειται σαφώς για εργοδοτική εισφορά κοινωνικής ασφάλισης προς το ΕΤΑΤ, την οποία ούτως ή άλλως όφειλε να καταβάλλει προς το ΕΤΑΤ με βάση σχετικό όρο της σύμβασης του 1981. Προσκομίσαμε μάλιστα ενώπιον του Εφετείου απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 89/2011) η οποία αναγνώρισε ότι το ανωτέρω πόσο αποτελεί εργοδοτική εισφορά προς το ΕΤΑΤ.
Πάνω από όλα όμως, στη δίκη στο Εφετείο, προβάλλαμε και θεμελιώσαμε το δίκαιο του αιτήματός μας. Η Τράπεζα έλαβε την περιουσία του Ταμείου τη στιγμή που την χρειαζόταν και όταν ήρθε η ώρα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, μέσα στη δύσκολη συγκυρία της κρίσης, αρνήθηκε, επικαλούμενη τους κοινωνικοασφαλιστικούς νόμους.
Συνάδελφοι,
Ο Σύλλογος μας, σε συνεργασία με το νομικό μας επιτελείο, θεμελίωσε με εμπεριστατωμένο νομικό σκεπτικό και με πλήθος στοιχείων και αποδείξεων, το δίκαιο και τη βασιμότητα του αιτήματός μας.
Πιστεύουμε ότι η Δικαιοσύνη θα εξετάσει με προσοχή και αντικειμενικότητα τους ισχυρισμούς μας και θα μας δικαιώσει, κρίνοντας ότι η σύμβαση του 1981 είναι ισχυρή και δεσμεύει την Τράπεζα.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο AN. ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ε. ΜΩΡΑΪΤΗ Β. ΝΙΚΟΛΑΟΥ